- μεταδιατάσσω
- μεταδιατάσσω (Α)1. μεταβάλλω τις αποφάσεις, τις διαταγές2. μεταβιβάζω σε κάποιον την υποχρέωση ή το δικαίωμα τής καλλιέργειας δημόσιας γης·
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταδιαταγή — μεταδιαταγή, ἡ (Α) [μεταδιατάσσω] η μεταβίβαση τής υποχρέωσης ή τού δικαιώματος καλλιέργειας δημόσιας γης· … Dictionary of Greek